Ο ΚΛΕΙΣΤΟΣ & ΑΠΑΝ ΧΟΡΟΣ

  Ένα παλιό έθιμο κατά το οποίο οι χωριανοί τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα συγκεντρώνονταν στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, χορεύοντας τον Κλειστό και τον Απάν χορό. Η συγκέντρωση των Καϊτσιωτών αποτελούσε έθιμο που είχε τις ρίζες του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και είχε την έννοια της σύσφιξης των σχέσεων και της ομαδικής συμμετοχής των Καϊτσιωτών στον αγώνα κατά των Τούρκων κατακτητών.
  Στη δεκαετία του 1990 το έθιμο του κλειστού χορού αναβίωνε μέσα από το χορευτικό συγκρότημα του χωριού μας, τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα στην κεντρική πλατεία του χωριού.
ΤΟ ΔΟΚΙΜΙ

  Σύμφωνα με δημοσίευση στο περιοδικό "Στερεά Ελλάς" το 1995, στο χωριό μας υπάρχει πεδινή τοποθεσία που λέγεται Δοκίμι, στην περιοχή που άλλοτε εκαλείτο Ζμάκι. Η περιοχή αυτή μέχρι που αποξηράνθηκε η λίμνη Ξυνιάδος το 1940 καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους καλυπτόταν επιφανειακά από νερό και υδροχαρή χόρτα. Δεν ήταν καλλιεργήσιμη και χρησίμευε ως βοσκότοπος.
  Η τοποθεσία Δοκίμι έλαβε την ονομασία της από μια πέτρα η οποία φέρεται με την ίδια ονομασία, επειδή κατά την υπάρχουσα μέχρι σήμερα στοματική παράδοση με την άρση της πέτρας αυτής οι νέοι του χωριού δοκίμαζαν τη δύναμή τους. Μια πέτρα η οποία ζυγίζει περίπου 100 κιλά με ρικνή επιφάνεια, χρώματος μολυβί και ημισφαιρικού σχήματος, η οποία φυλάσσεται έως και σήμερα. Σκοπός ήταν να σηκώσει κάποιος την πέτρα πάνω από το ύψος των ώμων και να την πετάξει πίσω από την πλάτη.
  Αρκετοί συγγραφείς αναφέρονται στο έθιμο αυτό της άρσης βαρών, ως ένα από τα έθιμα των Σαρακατσάνων, που το έπαθλο του νικητή ήταν ένα αρνί, με το συναγωνισμό να γίνεται την ημέρα της εορτής του Αγίου Γεωργίου.
  Μέσα από το θεσμό των πολιτιστικών εκδηλώσεων του χωριού, η αναβίωση αυτού του εθίμου έχει γίνει με μεγάλο ενδιαφέρον και συμμετοχή.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

  Στο παλιό χωριό και συγκεκριμένα στον Προφήτη Ηλία (γκρεμισμένος ναός που δεν υπάρχει σήμερα), γινόταν γλέντι κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου. Περίπου το 1850 δημιουργείται μια παρεξήγηση μεταξύ δύο αρραβωνιασμένων Καϊτσιωτών, για το ποια αρραβωνιαστικιά θα χορέψει πρώτη, με την παρεξήγηση να εξελίσσεται σε φονικό 5-6 ατόμων. Από τότε εγκαταλείφθηκε το πανηγύρι και ο ναός. Γλέντια γινόντουσαν και στον 'Αγιο Παντελεήμονα στα λουτρά στις 27 Ιουλίου. Τα κατοχικά και εμφυλιοπολεμικά χρόνια δεν γινόταν πανηγύρι, και το 1950 ξαναζωντάνεψε το έθιμο του πανηγυριού την ημέρα της εορτής του Αγίου Παντελεήμονος. Περίπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 το πανηγύρι καθιερώνεται στο χωριό, την ημέρα εορτής της Αγίας Παρασκευής στις 26 Ιουλίου στον ομώνυμο ναό.
  Έτσι κάθε χρόνο πανηγύριζαν και γλεντούσαν στο χωριό, με τα καταστήματα να έχουν μουσικά συγκροτήματα και άφθονα κρέατα, με το φαγοπότι και το χορό να κρατούν έως τις πρώτες πρωινές ώρες. Στις μέρες μας το έθιμο του πανηγυριού συνεχίζει να αναβιώνει με τον ίδιο τρόπο, παρά του ότι τα καταστήματα διασκέδασης είναι λιγότερα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά την διάθεση των κατοίκων και όλων όσων παρευρίσκονται να παραμένει ζωντανή με το πέρασμα των χρόνων.
 







ΚΑΛΑΝΤΑ

(Απόσπασμα από το βιβλίο: ΑΓΓΕΙΑΙ - ΚΥΠΑΙΡΑ - ΚΑΪΤΣΑ - ΜΑΚΡΥΡΡΑΧΗ  στο διάβα του χρόνου, του Χαρίλαου Πατρίδα).
Εισαγωγή στα Κάλαντα
   Τα θρησκευτικά τραγούδια των χριστιανικών εορτών, τα κάλαντα, έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία λατρεία και σώζουν κατάλοιπα της παγανιστικής θρησκείας.  ο άνθρωπος πίστευε πως μπορεί να επιδράσει μαγικά πάνω στις φυσικές δυνάμεις και να πετύχει ευεργετικά γι' αυτόν αποτελέσματα. Είναι μια πίστη που στις αρχέγονες λατρείες διατηρείται μέχρι σήμερα. Αυτό στη χριστιανική πίστη επιτυγχάνεται έμμεσα, με τις ευχές που ακούγονται στα κάλαντα. Τα κάλαντα ήταν τραγούδια που ψάλλονταν στην αρχαιότητα και στα ρωμαϊκά χρόνια. Έλαβαν το όνομά τους από τις  ρωμαϊκές καλένδες, τις ημέρες δηλαδή, που τα τραγουδούσαν. Η συνήθεια αυτή διατηρήθηκε και στα βυζαντινά χρόνια και φθάνει μέχρι τις μέρες μας.
   Η ευχή, κατά το χριστιανικό κόσμο, έχει θαυματουργική δύναμη. Η θαυματουργική δύναμη κάνει την πατερίτσα ν' ανθίσει: "Κι η πατερίτσα ήταν ξερή, χλωρούς βλαστούς εβγάνει" και αγιάζει όλη τη φύση, ζωντανά  "κι απ' κατ' απ' τους χλωρούς βλαστούς περδίκια ξεφωλιάζουν, δεν είν' περδίκια μοναχά, μόν' είν' κι περιστέρια", φυτά και ανθρώπους. "Πετάξτε σεις πουλάκια μου και σύρτε στην κυρά σας, πάρτε νερό στα νύχια σας και πάχνη στα φτερά σας, ν' αϊάστε τον αφέντη σας και τη χρυσή κυρά σας". Το νερό είναι η αναγεννητική δύναμη που κάνει όχι μόνο την πατερίτσα ν' ανθίσει, αλλά και το δέντρο της πίστης να φυτρώσει: "Κάτου στα Ιεροσόλυμα, στον τάφο του Χριστού μας, εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί κι ξεφυτρώνει, στη ρίζα κάθεται ο Χριστός, στην άκρη η Παναγία, κι απάνου στα ξεκλώναρα, αγγέλοι αρχαγγέλοι", είναι το ύδωρ το ζών, που χαρίζει στους ανθρώπους πνευματική δρόσο και αγιάζει τη φύση: "Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις... τα Ιορδάνια νάματα εις ιάματα μεταποιούνται". (μέγας αγιασμός των Φώτων). "να μας ρίξει δρόσο δροσολοϊά, ν' αϊστεί ο τόπος με τα σπαρτά, ν' αϊστεί κι αφέντης με την κυρά".
   Η σχέση πλέον στη νέα πίστη δεν είναι μαγική, αλλά πνευματική, αγιασμένη, καθαρή. Η παράδοση όμως διέσωσε, από την αρχαιότητα, και τις ευχές και τα παινέματα του αφέντη, της κυράς, κι όλων των υπολοίπων και καλεί τους νοικοκυραίους ν' ανταποκριθούν στις ευχές και τα παινέματα, δίνοντας ένα καλό φιλοδώρημα, διαφορετικά αντί για παινέματα θα άκουγαν αθυροστομίες και κατηγορίες. "Κυρά μου το σπιτάκι σου γεμάτο καλιακούδια, άλλα κλωσούν, άλλα γεννούν, άλλα σας βγάν' τα μάτια". Δεν περιορίζονται, όμως, μόνο στις ευχές και τα παρακάλια στο Χριστό και την Παναγία, για αγιασμό και για δρόσο, δροσολογιά, αλλά καταφεύγουν και στη βοήθεια των Αγίων. Ζητούν τη συμπαράστασή τους ακόμη και για τις προσωπικές τους ανάγκες και δυσκολίες. Έτσι ζητούν από τους Αγίους Κωνσταντίνο και Θεόδωρο να πάνε και προξενητές. "Την είδες γιε μ' και σ' άρεσε, βάνε προξενητάδες, βάνε τον Άγιο Θόδωρο τον Άγιο Κωνσταντίνο..." Καλή η δρόσος, και τα σπαρτά, αλλά η ευλογία του Θεού πρέπει να έλθει και στην  οικογένεια. Ο γάμος είναι σοβαρή υπόθεση , γι' αυτό πρέπει να έχει και την ευλογία του Θεού. Η καλή μαρτυρία είναι απαραίτητη και καταλληλότεροι μάρτυρες από τους δυο Αγίους δεν θα υπήρχαν. Μα πάνω απ' όλα είναι η αγάπη  μεταξύ των νεονύμφων που στηρίζει το γάμο. Γι' αυτό ο νέος δεν θα πρέπει να αρκεσθεί μόνο στους καλούς προξενητάδες, αλλά να δείξει και ο ίδιος την αγάπη "κι αν δεν σου κάνουν τη δουλειά, σύρε και μοναχός σου".
   Τα κάλαντα τα τραγουδούσαν στο χωριό όχι μόνο τα παιδιά, αλλά και οι ενήλικες. Έχουμε κάλαντα των Χριστουγέννων καθώς και Πασχαλινά. Κάλαντα της αποκριάς, όπως συμβαίνει σε κάποιες περιοχές της χώρας μας, δεν ψάλλονταν στην Καΐτσα. Τα εορταστικά αναφέρονται στο θρησκευτικό γεγονός της ημέρας και διακρίνονται για την τοπική προφορά και την αναφορά τους στην αγροτική και ποιμενική ζωή. Τα κάλαντα των εορτών του Χριστουγεννιάτικου δεκαπενθήμερου είναι περισσότερα από τα Πασχαλινά, έχουν ποικίλο περιεχόμενο και σε ορισμένες περιπτώσεις εξειδικεύονται. Έτσι έχουμε ειδικά κάλαντα που ψάλλονταν στον παπά, στο νοικοκύρη, στη μοναχοκόρη, στους αρραβωνιασμένους κλπ. Τα κάλαντα των Χριστουγέννων τα τραγουδούσαν μόνο αγόρια και άντρες. Το έθιμο όμως να τραγουδούν οι άντρες σταμάτησε τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα. Κατά μαρτυρία του μακαρίτη του πατέρα μου, το έθιμο σταμάτησε κατά τη διάρκεια των πολέμων 1912-13 και έκτοτε δεν επανελήφθη. Μια απόπειρα που έγινε τη δεκαετία του 1950 από το μακαρίτη το Γιώργο τον Τσιγκόπουλο και αρκετούς νέους του χωριού απέτυχε. Ίσως, οι δύσκολες συνθήκες που ζούσε το χωριό, αμέσως μετά την έξοδο από το εμφύλιο, να μην ήταν οι κατάλληλες και έτσι το έθιμο εξέλιπε. Έμεινε μόνο το έθιμο, να ψάλλονται τα κάλαντα τις νυχτερινές ώρες, την παραμονή της εορτής του Αϊ-Γιάννη, στους εορτάζοντες, από τα παιδιά και όχι από τους ενήλικες.Τα Πασχαλινά κάλαντα ή Βαΐτικα, όπως τα έλεγαν, ψάλλονταν μόνο από παιδιά. Τα Βαΐτικα από τις κοπέλες, τις Λαζαρίνες, και της Μεγάλης Παρασκευής από τα αγόρια. Τα κάλαντα άρχιζαν από το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων και μέχρι το μεσημέρι, τα αγόρια, σε μικρές παρέες, δύο-τριών παιδιών, από πόρτα σε πόρτα, είχαν περάσει όλο το χωριό, ψάλλοντας το παρακάτω τραγούδι.    
I. Κάλαντα Καΐτσας.
Χριστουγέννων
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
κι βγάτε, δέτε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται, 
γεννιέται κ' αναθρέφεται στο μέλι και στο γάλα.
Το μέλι τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και τα κηροσταλάγματα τριγύρω στις αυλές μας.
Εύχονταν και του χρόνου "Του χρόν' ταχιά τρών". Οι νοικοκυρές φίλευαν τα παιδιά με φρούτα, αμύγδαλα, καρύδια, σύκα, αυγόκλουρες.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πάλι τα αγόρια, τραγουδούσαν στα σπίτια του χωριού το παρακάτω τραγούδι:
Πρωτοχρονιάς
Αϊ-Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει.
- Βασίλη μ', πούθε ν' έρχεσαι κι' απούθε ν' κατεβαίνεις;
- Ν' από τη μάνα μ' έρχομαι, στο δάσκαλο πααίνω,
κι αν είσαι και γραμματικός, πες μας την αλφαβήτα.
Στην πατερίτσ' ακούμπησε, να πει την αλφαβήτα
κι η πατερίτσα ήταν ξερή, χλωρούς βλαστούς εβγάνει,
κι απ' κάτ' απ' τους χλωρούς βλαστούς περδίκια ξεφωλιάζουν,
δεν είν' περδίκια μοναχά, μον' είν' κι περιστέρια.
Πετάξτε σεις πουλάκια μου και σύρτε στην κυρά σας,
πάρτε νερό στα νύχια σας και πάχνη στα φτερά σας,
ν' αϊάστε τον αφέντης σας και τη χρυσή κυρά σας.
"Και του χρόν'"
Και του χρόν', εύχονταν μετά το τέλος του τραγουδιού και έπαιρναν φιλοδώρημα.

Τα κάλαντα συνεχίζονταν την παραμονή των Φώτων, αλλά και ανήμερα των Φώτων από τα παιδιά, πάντα τις πρωινές ώρες.
Την ημέρα της παραμονής, του Σταυρού, όπως έλεγαν, έψελναν το παρακάτω τραγούδι:
Του Σταυρού
Σήμερα είναι του Σταυρού, π' αγιά - π' αγιάζουν οι παπάδες
όπου γυρίζουν τα στενά, κι - λε - κι - λέν' τον Ιορδάνη.
Κάτου στα Ιεροσόλυμα, στου ντα-στου ντάφου  του Χριστού μας,
εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί - δεντρί κι ξεφυτρώνει,
στη ρίζα κάθεται ο Χριστός, στην α-στην άκρη η Παναγία,
κι απάνου στα ξικλώναρα, αγγέ - αγγέλοι αρχάγγελοι,
ο Μιχαήλ κι ο Γαβριήλ, οι πα -οι παραπονεμένοι,
όπου ζυγίζουν τις ψυχές, σα να-σα να 'ταν μαθημένοι.
Εσένα πρέπ' αφέντη μου, καρέ-καρέκλα καρυδένια,
για ν' ακουμπάς τη μέση σου, τη μα-τη μαργαριταρένια.
"Να ζήσεις"

Την άλλη μέρα των Φώτων πάλι τα παιδιά τραγουδούσαν από το πρωί το παρακάτω τραγούδι:
Των Φώτων
Σήμερα είν' τα Φώτα κι οι φωτισμοί,
κι χαρές μεγάλες τον Κύργιο  μας.( κι αγιασμοί )
Κατ' στον Ιορδάνη, τον ποταμό,
κάθεται η κυρά μας η Δέσποινα,
με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα.
Σπάργανα βαστάει, Θεόν παιδί (κεριά κρατεί)
κι τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί .
- Αϊ-Γιάννη αφέντη κι Πρόδρομε, (και βαπτιστή)
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ.
- Αύριο ν' ανεβώ τς' εφτά 'ρανούς,
να παρακαλέσω το Κύργιο μας
(όσο να κατέβω στις δώδεκα, )
για να ρίξει δρόσο, δροσολογιά,
ν' αϊστεί ο τόπος με τα σπαρτά,
(ν' αϊστούν τ' αμπέλια κι τα σπαρτά)
ν' αϊστεί κι αφέντης με την κυρά.
"Τ' χρόν'"

Το βράδυ του Σταυρού με το σούρουπο, οι άνδρες τραγουδούσαν τα σπουδαιότερα και με μεγάλη ποικιλία κάλαντα του χωριού.
Μια μεγάλη παρέα, που συμμετείχαν σ' αυτή όχι μόνο οι νέοι, αλλά και ηλικιωμένοι και γέροντες ακόμη, περνούσε από όλα τα σπίτια και τις στάνες του χωριού.
Η αρχή γίνονταν από τα σπίτια των ιερέων.Εδώ τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:
ΙΙ. Παινέματα.
Στον παπά
Εδώ σε τούτες τις αυλές, τι μαρμαροστρωμένες,
εδώ κοιμάτ' ο δέσποτας με τα χαρτιά στα χέρια,
με τα χαρτιά, με τα ιερά, με τ' άγιο το Βαγγέλιο.
- Σηκώσ' απάνου, Δέσποτα, και μη βαριοκοιμάσαι.
Πάρε την πατερίτσα σου κι έβγα στο μεσοχώρι,
να δικαιώσεις αρφανές, να δικαιώσεις χήρες,
κι αυτές τις δόλιες αρφανές πολύ να τς' δικαιώσεις.
"να ζήσεις"

    Μετά τα σπίτια των ιερέων συνέχιζαν το τραγούδι και στα σπίτια των άλλων χωριανών, ξεκινώντας πρώτα από του δημάρχου, λέγοντας το παρακάτω τραγούδι:
Στο νοικοκύρη
Αφέντη μ' αφεντήτση μου πέντε βουλές αφέντη,
πέντε βουλές αφέντεψες και πάλ' αφέντης είσαι.
Αφέντη μ' στα σαράϊα σου χρυσά καντήλια φέγγουν,
αν βάλεις λάδι μοναχά, φέγγουν την αφεντιά σου,
κι αν βάλεις λάδι και κηρί, φέγγουν όλουν τον κόσμο.
Μη μας αργείς, αφέντη μου, κι μη μας μουργαρίζεις (χασομεράς),
έχουμε δρόμους 'λαργινούς, κι λάσπες ως το γόνα.
Άπλωσ' αφέντη μ', άπλωσε στην αργυρή σου τσέπα,
κι αν έχει άσπρα κράτα τα, φλουριά και δάνεισέ τα,
κι αν έχεις και πεντόλιρα, κέρνα τα παλικάρια.
Κέρνα τα αφέντη μ', κέρνατα, τα λασποκοπιασμένα,
να πάνε στο κρασόπουλο, να πουν καλό για σένα.
"να ζήσεις"

Στη νοικοκυρά
    Πολλά είπαμε τ' αφέντη μας, ας πούμ κι τς κυράς μας.
- Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,
   κυρά μ', σύντας στολίζεσαι κι πας να πάρεις βάια,
   βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
   και την οχιά την πλουμιστή γκιορδάνι στο λαιμό σου
   και το φτερό του κόρακα βάνεις γαϊτανοφρύδι.
"να ζήσεις"
Η νοικοκυρά μόλις τελείωνε το τραγούδι, έδινε στην παρέα μια κουλούρα που στη μέση είχε μια τρύπα, για να την περνούν μέσα σε μακρύ ξύλο, που το κρατούσαν στον ώμο δύο άνδρες και μετέφεραν τις κουλούρες. Οι νοικοκυρές συνήθως έδιναν ακόμη μια θηλιά λουκάνικο ή χρήματα.
Στους νέους που είχαν μικρό παιδί, κυρίως για το πρώτο, τραγουδούσαν το επόμενο τραγούδι:
Σε μικρό παιδί
Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
στα χάδια το 'χει μάνα του, στα χάιδια κι ο πατέρας,
στο παραθύρι το 'βγαλαν, βασιλικό του δίνουν,
βασιλικό και μπάλσαμο και δυο κλωνάρια μόσκο.
                                                                 "να ζήσ' "

    Αν σε κάποιο σπίτι υπήρχε μοναχοκόρη, έλεγαν ιδιαίτερο τραγούδι εξυμνώντας τα κάλη και την ομορφιά της.
Σε μοναχοκόρη
Κυρά μ', τη δυχατέρα σου, κυρά μ', την ακριβή σου,
την έλουζες, τη χτένιζες, στο σύννεφο την κρύβεις,
ξεσπάραξε το σύννεφο και φαν'κ'ει κόρη μέσα (λάμπει).
Την είδε ο γιος του βασιλιά, την είδ' ο γιος του ρήγα.
Την είδε το ρηγόπουλο και θέλει να την πάρει.
Την είδες, γιε μ', και σ' άρεσε βάνε προξενητάδες.
Βάνε τον Άγιο Θόδωρο, τον Άγιο Κωνσταντίνο,
κι αν δεν σου κάνουν τη δουλειά, σύρε και μοναχός σου.
                                                        "να ζήσ'"

Στους αρραβωνιασμένους νέους, έλεγαν το παρακάτω τρίστιχο:
Σε αρραβωνιασμένους
Τ' ακούς, τ' ακούς βρε νιούτσικε τι παραγγέλνει η κόρη.
Να πάτε να την πάρετε, πριν βρέξει, πριν χιονίσει,
κι κατεβάσει ο ποταμός, κι κόψει το γιοφύρι.
                                    "να ζήσεις , ώρες καλές"
Στα σπίτια που υπήρχαν παλικάρια για παντρειά, τα παίνευαν και τα παρακινούσαν να παντρευτούν.
Σε νέους
Εδώ 'ν' τρία καλά παιδιά, τρία καλά ξεφτέρια,
τ', να γυρεύ' να παντρευτεί, τ' άλλο ν' αρραβωνιάσει,
το τρίτο   το καλύτερο, γυρεύ' να πάει να πάρει.
Γυρεύ' από ψηλή μεργιά, κι από γιουργάδες μάνα.
Γυρεύει τη βασίλισσα κι τη βασιλοπούλα.
                                                      "να ζήσετε"

Σε νιόπαντρο ζευγάρι τραγουδούσαν το παρακάτω τρίστιχο:
Σε νιόπαντρους
Αντροϊανίτσι μ', τρυφερό και νιοστεφανωμένο,
που σε στεφάνωσ' ο Χριστός, με το δεξί το χέρι,
με το δεξί με το ζερβί, με τ' άγιο το βαγγέλιο. (με το μαλαματένιο).

Όταν τελείωναν τα κάλαντα στα σπίτια του χωριού, πήγαιναν και τραγουδούσαν στα μαντριά τους τσελιγγάδες.
Εδώ το φιλοδώρημα ήταν μεγαλύτερο και μερικές φορές ένα μικρό αρνί, για το γλέντι.
    Το παρακάτω τραγούδι εξυμνεί τους τσελιγγάδες και το κοπάδι τους.
Σε τσελιγγάδες
Του τίνους είν' τα μαντριά, το καγκιλλοπλεγμένα.
Του τίνους είν' τα πρόβατα (τ' αργυροκουδουνάτα), του τίνους είν' τα γίδια.
Του τσέλιγγα είν' τα πρόβατα, του τσέλιγκα τα γίδια.
Του τσέλιγγα και τα σκυλιά τα λυκομαθημένα.
Σαν τα μυρμήγκια περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν (βουίζουν).
Σαν το μελισσοχόρταρο μυρίζουν τα μαλλιά τους.
Μπροστά πάνε τα πρόβατα, κι πίσω παν' τα γίδια,
κι παραπίσω ο πιστικός, λαλώντας τη φλογέρα. 

Τα κάλαντα των Χριστουγεννιάτικου εορτολογίου τελείωναν το βράδυ των Φώτων.
Οι άνδρες του χωριού, όπως και την παραμονή των Φώτων, τραγουδούσαν πάλι τις βραδινές ώρες στους εορτάζοντες και εύχονταν να ζήσουν, να γεράσουν.
    Το παρακάτω τραγούδι απευθύνεται στον Αϊ- Γιάννη τον Πρόδρομο και τον παρακαλεί να προστατεύσει το νέο που τραγουδάνε:
Στους Γιάννηδες
"Φέντ', Αϊ-Γιάννη Πρόδρομε, μεγάλο τ' όνομά σου.
Στη μέση βάνουν το Χριστό, στην άκρη το Βαγγέλιο,
κι στα λιανοπατήτσια του βάνουν τον Αϊ-Γιάννη. 
Βοήθα κι συ, 'φέντ' Αϊ-Γιάννη το νιο που τραγουδάμε,
να ζήσει χρόνια εκατό κι εξάμηνα διακόσια,
ν' ασπρίσει σαν τον Έλυμπου, σαν τ' άσπρο περιστέρι,
να κάνει γιους μαλάματα, κόρες μαργαριτάρια.
                            "Να ζήσ'"
Πρέπει να τονίσουμε ότι η παρέα των ανδρών που έλεγε τα κάλαντα, είχε μαζί της και κουδούνια που τα χτυπούσαν, πριν αρχίσει το τραγούδι, για να ξυπνούν τις νοικοκυρές και να τους δώσουν το φιλοδώρημα.
    Αν καμιά νοικοκυρά δεν ξυπνούσε να δώσει φιλοδώρημα, τότε έλεγαν διάφορα σκώμματα (τραγούδια κοροϊδευτικά). Ένα από αυτά είναι το παρακάτω:
ΙΙΙ. Σκώμματα (κοροϊδευτικά).
"Κυρά μου στου σπιτάκι σου, γιομάτο καλιακούδια,
τ' άλλα γεννούν, τ' άλλα κλωτσούν, τ' άλλα σας βγάν' τα μάτια.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,
με το 'να χέρι ζύμωνες, με τ' άλλο ξυν'ς τον κώλο.
Κυράμ', τη θυγατέρα σου, την ταρναροψειριάρα,
με το 'να χέρι ζύμωνε, με τ' άλλο ξύν'ς τον  κώλο.  
           
Για τα φώτα υπήρχε και το περιπαιχτικό τραγούδι που το έλεγαν τα παιδιά.
           Των Φώτων (περιπαιχτικό)
Σήμερα τα φώτα,
ταχιά γεννάει η κότα
(α) 'π' πίσω απ' την καρότσα,
σ'τς βαβάς την παλιαρότα.  (παλιόρουχο)
Τα φιλοδωρήματα και τις κουλούρες που μάζευε ο χορός των ανδρών τις δύο μέρες, Φώτων και Αϊ-Γιαννιού, που τραγουδούσαν, τα συγκέντρωναν όλα μαζί και με αυτά σε κοινό τραπέζι όλοι μαζί νέοι και γέροι γλεντούσαν τις επόμενες ημέρες.

IV. Της Καθαροδευτέρας.
Τ'ακούτε , τι παράγγειλε η Καθαρή Δευτέρα;
τ'ακούτε   μαρ'ούλες
για λάχανα,   για γρούβες .
Πέθαν' ο Κρέος , πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος.
Τ'ακούτε μαρ'…
Σηκών' ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδας τα γένια,
Τ'ακούτε….
Μπαλώστε τα σακκούλια σας , τροχίστε τα μαχαίρια .
Τ'ακούτε….

V. Πασχαλινά κάλαντα.
        Κάλαντα υπήρχαν και για τις  μέρες του Πάσχα.
    Οι κοπέλες έλεγαν δυο τραγούδια πιο απλά και όχι τόσο μελωδικά τα παρακάτω:
Του Λαζάρου
΄Ηρθ'ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάια,
ήρθε κι αγρυπνός στις κορασίδες,
κορασίδες μου, σταυροσταθείτε,
για ν' ακούσετε Λαζάρου πάθια. 
- Που'σαν, Λάζαρε, που 'σαν καλέ μου,
που 'σαν, τρίκλωνε βασιλικέ μου;
-    Ήμουνα στη γη βαθιά χωμένος,
-    κι από τους νεκρούς αναστημένος.
Να 'μουν μπάλσαμο, να 'μουν λεμόνι,
να με φύτευαν σε περιβόλι,
να μου ρίχνανε λίγο νεράκι,
που ν' τα χείλι μου πικρό φαρμάκι.

Του Λαζάρου
Ήρθ' ο Λάζαρος, βαβά,
το κοφ'νάκι μ', θελ' αβγά,
η τσιπούλα μ', κουκουσούλες,
το χεράκι μ', πενταρούλες!
    
   Τα κάλαντα ακολουθούν την τεχνική του Δημοτικού τραγουδιού, κυρίως με το δεκαπεντασύλλαβο ή δεκασύλλαβο στίχο, με τα άστοχα ερωτήματα, αλλά και με άφθονα τοπικά στοιχεία, κυρίως στην έκφραση. 
   Το τραγούδι του Λαζάρου, ανήκει στα λεγόμενα βαΐτικα κάλαντα, ξεχωρίζει, όμως, από τα υπόλοιπα χριστιανικά κάλαντα. Μόνο οι δύο πρώτοι στίχοι, ουσιαστικά, αναφέρονται στην εορτή του Αγίου, ενώ οι υπόλοιποι διαφέρουν από τα νεότερα κάλαντα τα οποία είναι τεχνικά κατασκευάσματα και εξιστορούν τα γεγονότα της ανάστασης του Λαζάρου με βάση την ευαγγελική περικοπή. Αυτά δεν απηχούν τη λαϊκή μούσα, ούτε τη μελωδία διαθέτουν. Η μουσική του τραγουδιού, τρίτος ήχος, είναι ίδια με τα μελωδικότατα ποντιακά κάλαντα, αλλά το λεξιλόγιο φαίνεται πως είναι απόδοση και κατάλοιπο αρχαίων στίχων. Το τραγούδι με την αναφορά στις ομορφιές της φύσης, την πολυχρωμία και τα αρώματα της άνοιξης, καθώς και τα παινέματα στη νοικοκυρά, παραπέμπει σε μέρες χαράς, γλεντιού, αλλά και ευπρέπειας (στολισμός και κάλος της νοικοκυράς), που ταιριάζουν απόλυτα με τη γιορτή της Λαμπρής. Τα Πασχαλινά δρώμενα της Μεγάλης Εβδομάδας, ταυτίζονται με τα αρχαία Ανθεστήρια και τις εορτές του Άδωνη, που και κείνα τελούνταν την αρχή της άνοιξης. Τα Ανθεστήρια, γιορτή χαράς με πρωταγωνίστριες τις γυναίκες, ήταν και γιορτή των ψυχών, καθώς και ανάσταση της φύσης, μετά το λήθαργο του χειμώνα. Τα δρώμενα των Ανθεστηρίων, όπως και το ορατό και το τελετουργικό μέρος της αρχαίας λατρείας και όχι μόνο, τα παρέλαβε αυτούσια η νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός, δίδοντας, βέβαια, διαφο-ρετικό νόημα. Ο θάνατος, η ταφή και η Ανάσταση του Κυρίου, έχουν το δικό τους συμβολισμό, για τους αρχαίους άλλο συμβολισμό είχε ο θάνατος και η αναγέννηση της φύσης. Τα υπόλοιπα υπονοούνται. Οι λεπτομέρειες ίδιες. Ο στολισμός του επιταφίου με λουλούδια, τα εγκώμια, ο θρήνος των γυναικών ταυτίζονται με εκείνα του αρχαίου Άδωνη. Τα κόλλυβα της Μεγάλης Πέμπτης, για τις ψυχές των προσφιλών, αντιστοιχούν με τους χύτρους των Ανθεστηρίων. Ακόμα και η πίστη των αρχαίων πως οι ψυχές των νεκρών του κάτω κόσμου, αφήνονται ελεύθερες να επιστρέψουν στον απάνω κόσμο, έγινε αποδεκτό από τη χριστιανική παράδοση ότι και οι ψυχές των πιστών από την Κυριακή του Πάσχα και μέχρι την Κυριακή της Πεντηκοστής, γεύονται τη μακαριότητα του Παραδείσου. Μόνο που τώρα οι ψυχές των νεκρών δεν είναι κακοποιά πνεύματα, αλλά προσφιλή και αγαπητά. Τώρα δεν μπορούμε να πούμε: "Θύραζε κήρες, ουκέτ' Ανθεστήρια!". Φύγετε, δηλαδή, ψυχές των νεκρών, τελείωσαν τα Ανθεστήρια. Επισκεπτόμαστε και εμείς τους τάφους των προσφιλών, όπως έκαναν και εκείνοι, τους στολίζουμε με λουλούδια και αφήνουμε κόκκινα αυγά, για να συμμετάσχουν και οι ψυχές εκείνων στη δικής μας χαρά, στην Ανάσταση του Σωτήρος και της φύσης. Ακόμη και τα καλάθια, στολισμένα με ανοιξιάτικα λουλούδια, με τα οποία οι κοπέλες του χωριού τραγουδούσαν τα κάλαντα, αντιγράφουν τις αρχαίες κόρες.
   Λέτε το τραγούδι του Λαζάρου να απηχεί τέτοιους συμβολισμούς απαράλλακτους και ατόφιους για τρεις χιλιάδες χρόνια;
   Α! ρε μικρή Καΐτσα, αρχαίες Κύπαιρα και Αγγειές, πόσο μεγάλη παράδοση και ιστορία έχετε! Πόσες εκπλήξεις αποκαλύπτετε σε όποιον έρχεται κοντά σας και ψάξει τους μύθους, τις παραδόσεις, τα έθιμά σας και μεθύσει από το άρωμα των νάρκισσων, τα ίτσια, όπως τα λέμε σήμερα, ενώ κάποιοι τρισβάρβαροι, ξεθεμελιώνουν ότι απόμεινε από τα τείχη σου! Τι πόνος κι αυτός να πληγώνουν, οι άθλιοι, τον Αχιλλέα, τον Πάτροκλο, το Φοίνικα και την Ελλάδα και εμείς να σιωπούμε και να τους ανεχόμαστε!
   Τα κορίτσια καλοντυμένα και κρατώντας ένα μικρό καλαθάκι, στολισμένο με ίτσια (νάρκισσους), παρέες-παρέες, το Σάββατο του Λαζάρου, τραγουδούσαν ένα από τα μελωδικότερα τραγούδια, του όλου εορτολογίου σε ρυθμό τρίσημο, το παρακάτω:
Καλώς μας (σας) ηύρε ο Λάζαρος, (χιλιών καλών σας ηύρε)
Καλώς μας ήρθαν τα βάγια, (και άλλη παραλλαγή έχει )
Καλώς μας ήρθε η Κυριακή
που τρων' τα ψάρια.
Με τ' άσπρα, με τα κόκκινα,
με τ' άμορφα λελούδια.
Κι τη Λαμπρή χαρούμενοι (καλόκαρδοι)
και καλοκαρδισμένοι.
Κυρά π' όταν στολίζεσαι
και πας να πάρεις βάγια,
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο
και το φεγγάρι στήθος (αστέρι)
και την οχιά την πλουμιστή,
γκιορδάνια στο λαιμό σου.
    Το δημοτικό τραγούδι, όπως και τα κάλαντα αποδίδονται με τη βυζαντινή μουσική, η οποία είναι συνέχεια της αρχαίας τονικής μουσικής και σήμερα διατηρείται, θα έλεγα, μόνο στα εκκλησιαστικά ακούσματα της Ορθοδοξίας, του Ισλάμ και την παραδοσιακή μουσική του Ελληνικού, αλλά και γενικότερα του Ορθόδοξου και Αραβικού κόσμου. Είναι άλλο όμως τα λόγια ενός τραγουδιού και τελείως διαφορετικό η μουσική, με την οποία θα παρουσιασθεί. Μόνο η μουσική θα αποδώσει τη μελωδία και όχι ο λόγος. Εδώ υπάρχει η μεγάλη διαφορά. Τα λόγια μπορούμε να τα γράψουμε πολλοί, αλλά λίγοι, όπως, για παράδειγμα, η Δόμνα Σαμίου και ο Χρόνης Αηδονίδης, τα ακούσματα. Ανάμεσα στα λόγια και τα ακούσματα η διαφορά είναι τεράστια. Να πώς ακούγεται το τραγούδι του Λάζαρου, με τα ευφωνικά σύμφωνα, τα επιφωνήματα, τις επικλήσεις και όσο χρώμα στο μέλος του τραγούδια έδωναν. Πρόσθεταν συνήθως τις ευφωνικές συλλαβές, με το ευφωνικό ν και το τελευταίο φωνήεν της συλλαβής, πρόφεραν το ο σε ου και το ε  σε  ι  και μετέτρεπαν το μ σε ν   και το π  σε φ.
"Καλώ - νως - μας   ή - νη - βρει ου (αντί ο) Λά - να - ζα - ρους,
καλώ - νως - μας - νήρθαν τα βάγια,( και άλλη παραλλαγή βαάγια)
καλώ - νως - μας - νήρθε η Κυ - νυ - ριακή, που τρων' τα ψάργια.(ψάαρια)
Μι (αντί με) τά - νά - σπρα (από το άσπρα), μι τα - να - κόκκινα,
μι τα - νέ - μορφα λουλούδια. (Νι τα - να - σπρα, νι - τα - να - κόκκινα)
κι τη - νη - Λαμπρή χα - να - ρούμενοι κι κα-να-λουκαρδισμένοι.
Κυρά - να - φ'οντά - να (από το "που όταν") στουλίζεσαι 'συ
και πα - νας - να πάρεις βάγια, (βάαγια)
βανείς του - ν' ήλιου πρό - νο - σουπού, κι του - νου - φεγγάρι στήθους.
Κι την ουχιά - να την πλού - νου - μιστή  γκιουρδά - να - νι στο λαιμό σου". *
Να πως ο Μήτσιος Παπαναγιώτου, ειδικός στο δημοτικό τραγούδι, παρουσιάζει ένα βαΐτικο παίνεμα στη νοικοκυρά με την προσθήκη των ευφωνικών συλλαβών, που έδωναν ένα ιδιαίτερο μέλος στον ήχο του τραγουδιού. 
"Καλό - νο - τυχή - νη - μας, η νη - κυρά με γιό - νο - με δυ - νυ - χατέρα, στέλνει - νει - το γιο - νο - στα γρα - να - μματα την κο - νο - ρη στα - να - πλουμπίδια".           
Οι νοικοκυρές μετά από τόσα ωραία παινέματα έδιναν τα φιλοδωρήματα στις κοπέλες που ήταν, κυρίως αυγά, αλλά και καλαμπόκι βρασμένο.
Τη Μεγάλη Παρασκευή τραγουδούσαν τα αγόρια του χωριού, το γνωστό άσμα, για τα πάθη του Χριστού και της Παναγίας.
Στο άσμα σπουδαία θέση κατέχει ο Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Το μοιρολόι της Παναγιάς
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι χλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι.
(Στο Φαραώ εστείλανε να φκιάσ' τρία περόνια)
- Χαλκιά - Χαλκιά φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία πιρούνια,
κι κείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε.
- Συ Φαραέ που τα'φκιασες πρέπει να μας διατάξεις.
- Τα δύο βάλτε στα χέρια του, τ' άλλα τα δυο στα πόδια,
το τρίτο το φαρμακερό (πέμπτο), βάλτε το στην καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της,
τις προσευχές της έκανε για το μονογενή της.
- Σώσον, κυρά μ' τις προσευχές, σώσον και τις μετάνοιες,
κι τον υιόν σου πιάσανε, κι στο χαλκιά τον πάνε,
κι στου Πιλάτου τις αυλές, εκεί τον τυραγνάνε.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
του Ιακώβου η αδερφή κι τέσσερις αντάμα,
σαν παίρνε ένα στρατί - στρατί,  κι μονοπάτι,
το μονοπάτι τ'σ έβγανε μεσ' του ληστού την πόρτα.
- Άνοιξε πόρτα του ληστή κι πόρτα του Πιλάτου,
κι πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της.
τηράν δεξιά, τηράν ζερβά, κανέναν δεν εβλέπουν,
τηρούν και δεξιότερα, γλέπουν τον Αϊ-Γιάννη.
- 'Φέντ' Αϊ-Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και συ το δάσκαλό σου;
- Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω, 
δεν έχω χειροπάλαμο, να σου τον αναδείξω.
Τον γλέπεις κείνον τον γυμνόν τον (λεροφορεμένον) παραπονεμένον,
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι,
εκείνος είναι ο γιόκας σου και μένα ο δάσκαλός μου.
Κι η Παναγιά σαν τ' άκουσε, πέφτει λιγοθυμάει.
Όποιος το λέει κι όποιος τ' ακούει κι όποιος το μολογάει
κι όποιος καλαφουγκραίνεται, Παράδεισο θα λάβει.  
Οι νοικοκυρές συγκινημένες έδωναν φιλοδώρημα στα παιδιά, κυρίως κόκκινα αυγά, που τα έβαφαν εκείνη την ημέρα.

Τα κάλαντα ακολουθούν την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού, κυρίως με το δεκαπεντασύλλαβο ή δεκασύλλαβο στίχο, με τα άστοχα ερωτήματα, αλλά και με άφθονα τοπικά στοιχεία, κυρίως στην έκφραση.

(Απόσπασμα από το βιβλίο: ΑΓΓΕΙΑΙ - ΚΥΠΑΙΡΑ - ΚΑΪΤΣΑ - ΜΑΚΡΥΡΡΑΧΗ  στο διάβα του χρόνου, του Χαρίλαου Πατρίδα).